- επικατηγορώ
- ἐπικατηγορῶ, -έω (Α)1. κατηγορώ ακόμη περισσότερο2. (ενεργ. και παθ.) αποδίδω κάτι ως κατηγορούμενο σε κάτι ή σε κάποιον3. παθ. ἐπικατηγοροῡμαι, -έομαιπροστίθεμαι στο κατηγορούμενο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.